χαλκωρύχος

χαλκωρύχος
χαλκωρύ?χαλκωρύχοςXχ-ος (parox.), ον,
A digging copper, copper miner, Tz.ad Lyc. 484.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλκωρύχος — ο, ΝΜ εργάτης χαλκωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χαλκωρύχος — ο ο εργάτης του χαλκωρυχείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”